- ἀφρώδους
- ἀφρώδηςfoamymasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμπάνιος — ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καμπανία τής Γαλλίας, είδος αφρώδους οίνου, ο καμπανίτης*. 2. γεωλ. «καμπάνιος βαθμίδα» μία από τις εννέα βαθμίδες τής νεοκρητιδικής διαπλάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία που είναι μεταφορά στην ελλ … Dictionary of Greek